οὔρης — οὐρέω make water imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καψούρης — ο 1. καψερός* 2. σφοδρά ερωτευμένος που δεν βρίσκει ανάλογη ανταπόκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. ούρης (πρβλ. ανακατωσ ούρης, μουρμ ούρης)] … Dictionary of Greek
κινούρης — κινούρης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (για ίππο) αυτός που κουνάει την ουρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινῶ + ούρης (< ουρά), πρβλ. τα νεοελλ. κοντσον ούρης, κοψον ούρης] … Dictionary of Greek
κοψονούρης — ο, θηλ. κοψονούρα (Μ κοψόουρος) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + ευφωνικό ν + ούρης (< ουρά) ή + νούρης < νουρά που προέκυψε από την αιτ. εν. την ουρά > νουρά (πρβλ. κουτσό ν ούρης)] … Dictionary of Greek
σκιαζάρης — και σκιαζούρης, α, ικο, Ν φοβιτσιάρης, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάζω «φοβίζω» + κατάλ. άρης / ούρης (πρβλ. καψ ούρης, πεισματάρης)] … Dictionary of Greek
ψεματούρης — ο, διαλ. τ. θηλ. ψεματούρω, Ν (μεγεθ.) ψευταράς, αρχιψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέμα, ατος + κατάλ. ούρης (πρβλ. καψ ούρης)] … Dictionary of Greek
ICHNEUMON — Heracleopolitis olim cultus, Clem Alex. Protrept. p. 19. et Aelian. de Anim. l. 10. c. 47. ubi et Latonae ac Lucinae eos sacros fuisse, scribit. Arsinoitis contra neglectus, ut quibus crocodili summo in honore erant, quorum ova non solum… … Hofmann J. Lexicon universale
κουτσονούρης — και κουτσουνούρης και κουτσονόρης, α, ικο, θηλ. κουτσονούρα και κουτσονόρα, κουτσονόρισσα 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός, 2. φρ. «κουτσονόρα αλεπού» επιτήδειος και πονηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ούρης (< ουρά), οπότε το ν… … Dictionary of Greek